Η ελιά, Olea europae L. ανήκει στην οικογένεια Oleaceae. Άλλα σημαντικά γένη της οικογένειας είναι τα Ligustrum, Jasminum, Fraxinus. Η καλλιεργούμενη ελιά ανήκει στο γένος Olea, είδος europaea και υποείδος sativa. Το γένος Olea περιλαμβάνει τουλάχιστον 30 – 35 είδη που ανήκουν στην οικογένεια Oleaceae και στη υποοικογένεια Oleoideae με χ=23 χρωμοσώματα. Η ελιά είναι το μοναδικό παραμεσόγειο είδος. Το είδος Olea europaea διακρίνεται στην καλλιεργούμενη ποικιλία Olea europaea var. sativa και στην άγρια ποικιλία Olea europaea var. oleaster [subsp. oleaster (Hoffm. & Link.) Hegi] ή Olea europaea var. sylvestris [var. sylvestris (Mill.) Lehr. = var. oleaster (Hoffm. & Link.)] (Rhizopoulou, 2007).
Η Olea europaea L. πιθανολογείται ότι προήλθε από μετάλλαξη και υβριδισμό από τα τροπικά και υποτροπικά Αφροασιατικά είδη όπως Olea europaea var. chrysophilla και Olea europaea var. laperrinii, τα οποία πιθανώς να έχουν λάβει μέρος στην εξέλιξη της καλλιέργειας (Walton, 1995). Μια άλλη άποψη, υποστηρίζει ότι είναι αποτέλεσμα της εξημέρωσης της άγριας ελιάς Olea europaea var. οleaster που εμφανίζεται στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου (Rhizopoulou, 2007 και οι αναφορές που δίνει).
Η καλλιεργούμενη ελιά (Olea europaea L.) είναι αειθαλές δένδρο αργά αναπτυσσόμενο είδος, ανθεκτικό στην ξηρασία με προσδόκιμο ζωής τα 500 χρόνια. Το είδος Olea europaea L. απαρτίζεται από 2600 ποικιλίες, πολλές από τις οποίες μπορεί να είναι μόνο οικότυποι (Θεριός, 2005).
Στις θερμές περιοχές με ξηρασία καλλιεργούνται κυρίως ελαιοποιήσιμες ποικιλίες ενώ στις περιοχές με πολλές βροχοπτώσεις κυρίως επιτραπέζιες. Η ελιά είναι ένα δέντρο που ευδοκιμεί σε ξηροθερμικές συνθήκες και παράγει καρπό ακόμη και σε πετρώδη και άγονα εδάφη. Ωστόσο, στα βραχώδη και άγονα εδάφη καρποφορεί κάθε 2 με 4 χρόνια και οι αποδόσεις του είναι πολύ μικρές. Σε γόνιμες και αρδευόμενες περιοχές παρουσιάζει γρήγορη και έντονη ανάπτυξη καθώς και υψηλές αποδόσεις. Η ελιά είναι δέντρο αείφυλλο, αιωνόβιο, αποκτά ύψος 15 με 20 μέτρα, στην πράξη όμως με το κλάδεμα αποκτά ύψος 4 με 5 μέτρα.
Η ταξιανθία είναι βότρυς και ο καρπός της είναι δρύπη (Θεριός, 2005). Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της καρποφορίας είναι οι αυξομειώσεις που έχει από χρόνο σε χρόνο. Το φαινόμενο προκαλείται από την παρενιαυτοφορία, και προκαλεί μείωση της παραγωγής. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την εμφάνιση της είναι γενετικά αίτια, περιβαλλοντολογικά αίτια και εσωτερικοί παράγοντες του ιδίου του δέντρου. Σημαντικό ρόλο φαίνεται να έχουν τα θρεπτικά στοιχεία του αζώτου, φωσφόρου και καλίου, η περιεκτικότητα των οποίων μειώνεται στο φυτό κατά της χρονιές αυξημένης καρποφορίας (Ποντίκης, 1992)
Η καλλιέργεια της ελιάς είναι εφικτή σε όλη την εύκρατη και υποτροπική ζώνη. Ευδοκιμεί σε περιοχές με υψόμετρο έως 900 μέτρα, θερμοκρασίες από -4°C έως 40°C, με βροχοπτώσεις από 300 έως 600 χιλιοστά το χρόνο σε αβαθή, ουδέτερα, αλκαλικά εδάφη. Οι ιδανικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές χαρακτηρίζονται από ήπιους, βροχερούς χειμώνες και μακριά, θερμά και ξηρά καλοκαίρια (Ayerz and Sibbett, 2001). Θερμοκρασίες χαμηλότερες από τους -10°C δεν είναι ευνοϊκές για το δέντρο καθώς προκαλούν ζημιά στους βραχίονες ή και σε ολόκληρο το δέντρο της ελιάς. Γενικά η καλλιέργεια της ελιάς απαιτεί χρόνο, καθώς η πρώτη αποδοτική παραγωγή υπολογίζεται μετά από 8 – 10 χρόνια.
Σε πρόσφατη αναφορά του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου (International Olive Council) του 2010, το δέντρο της ελιάς στην Ελλάδα καλλιεργείται σε περίπου 11,6 εκατομμύρια στρέμματα γης, με πάνω από 170 εκατομμύρια ελαιόδεντρα, κατέχοντας από την άποψη αυτή την 4η θέση παγκοσμίως μετά την Ισπανία, Τυνησία και Ιταλία. Στον τομέα του ελαιολάδου, η Ελλάδα με μια μέση ετήσια παραγωγή τα τελευταία χρόνια γύρω στους 380 (300-435) χιλιάδες τόνους, έρχεται 3η μετά την Ισπανία και την Ιταλία. Στον τομέα της επιτραπέζιας ελιάς, με μια μέση ετήσια παραγωγή 108 (90-120) χιλιάδων τόνων, έρχεται 5η μετά την Ισπανία, Αίγυπτο, Τουρκία και Συρία. Σε παγκόσμια κλίμακα η παραγωγή ανέρχεται πάνω από 900 εκατομμύρια ελαιόδεντρα που περιλαμβάνονται σε περίπου 10 εκατομμύρια εκτάρια από τα οποία το 95% βρίσκεται στην λεκάνη της Μεσογείου (Walton, 1995). Η κατανάλωση ελαιολάδου όσο και επιτραπέζιας ελιάς παρουσιάζουν σταθερά αυξητικές τάσεις (Γιαννοπολίτης, 2009).
Πηγές
Rhizopoulou, S., (2007). Olea europaea L. A Botanical Contribution to Culture. American-Eurasian J. Agric. & Environ. Sci., 2 (4): 382-387.
Walton M.P., (1995). Integrated Pest Management in olives. In:D. Dent(ed), Integrated Pest Management.London : Chapman and Hall, pp. 222-240.
Θεριός, Ν.Ι., (2005). Μαθήματα Ελαιοκομίας. Εκδόσεις Γαρταγάνης, Θεσσαλονίκη,528 σελ.
Ποντίκης,Κ., (1992). Ελαιοκομία Εκδόσεις Α.Σταμούλης
Ayerza, R. and G. S. Sibbett, (2001). Thermal adapatability of olive (Olea europaea L.) to the Arid Chaco of Argentina. Agriculture Ecosystems and Environment 84: 277–285.
Γιαννοπολίτης, Κ.Ν, (2009). Στατιστικά στοιχεία Η παραγωγή και εμπορία ελαιολάδου και επιτραπέζιας ελιάς στον κόσμο Γεωργία – Κτηνοτροφία, τεύχος 6.